χρεωκόπος

χρεωκόπος
και χρεοκόπος, ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. πρόσωπο που αδυνατεί να πληρώσει τα χρέη του, που κήρυξε χρεωκοπία
2. μτφ. άτομο αποτυχημένο και αναξιόπιστο
μσν.-αρχ.
άσωτος, σπάταλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος* / χρέως + -κόπος (< κόπος < κόπτω), πρβλ. ξυλο-κόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • -κόπος — β συνθετικό ονομάτων τής Νέας Ελληνικής με επαναληπτική ή επιτατ. σημ., πρβλ. μεθο κόπος, λαμνο κόπος κ.λπ. Το β συνθετικό τών αντίστοιχων σύνθ. ονομάτων τής Αρχαίας Ελληνικής σε κόπος (< κόπος < κόπτω) διατηρούσε την αρχική σημ. τής λ.… …   Dictionary of Greek

  • χρεοκόπος — ο, ΝΜΑ βλ. χρεωκόπος …   Dictionary of Greek

  • χρεωκοπία — και χρεοκοπία, η, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυναμία εκπλήρωσης οικονομικών υποχρεώσεων, αδυναμία πληρωμής χρεών, κν. φαλίρισμα, φαλιμέντο 2. (νομ.) η αξιόποινη πτώχευση, που διακρίνεται σε απλή και σε δόλια, ανάλογα με τον βαθμό υπαιτιότητας τού …   Dictionary of Greek

  • χρεωκοπίδης — ὁ, Α (στην Αθήνα) (κυρίως ως προσωνυμία φίλων τού Σόλωνος οι οποίοι είχαν επωφεληθεί από το νομοθετικό μέτρο τής σεισάχθειας) αυτός που διαγράφει τα χρέη του χωρίς να τά έχει πληρώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρεωκόπος + κατάλ. ίδης* τών πατρωνυμικών] …   Dictionary of Greek

  • χρεωκοπώ — και χρεοκοπώ / χρεωκοπῶ και χρεοκοπῶ, έω, ΝΑ [χρεωκόπος] νεοελλ. 1. αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές μου υποχρεώσεις, να πληρώσω τα χρέη μου, κηρύσσω πτώχευση 2. μτφ. εκπίπτω ηθικώς, χάνω την ισχύ και το κύρος μου, αποτυγχάνω, φαλίρω («πέτυχε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”